υποκλαίω

υποκλαίω
και αττ. τ. ὑποκλάω Α
1. κλαίω κρυφά
2. κλαίω μαζί με άλλον («ὑποκλαίειν τῷ Θεῷ περὶ τῆς ἁμαρτίας», Γρηγ
Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποκλαίω — shed secrettears pres subj act 1st sg ὑποκλαίω shed secrettears pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλαιόντων — ὑποκλαίω shed secrettears pres part act masc/neut gen pl ὑποκλαίω shed secrettears pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλαίει — ὑποκλαίω shed secrettears pres ind mp 2nd sg ὑποκλαίω shed secrettears pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκλαίετο — ὑποκλαίω shed secrettears imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλαίειν — ὑποκλαίω shed secrettears pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλαίουσα — ὑποκλαίω shed secrettears pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκλαίων — ὑποκλαίω shed secrettears pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”